„αποκαρδιώνομαι“: αποθετικό ρήμα αποκαρδιώνομαι [apokarðiˈonome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) resignieren resignieren αποκαρδιώνομαι αποκαρδιώνομαι