„αποδοκιμάζω“: μεταβατικό ρήμα αποδοκιμάζω [apoðokjiˈmazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) missbilligen missbilligen αποδοκιμάζω αποδοκιμάζω „αποδοκιμάζω“: αμετάβατο ρήμα αποδοκιμάζω [apoðokjiˈmazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) buhen buhen αποδοκιμάζω αποδοκιμάζω