αποδίδω
[apoˈðiðo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- wiedergebenαποδίδω ό,τι ειπώθηκε, νόημααποδίδω ό,τι ειπώθηκε, νόημα
- beimessen, zuschreiben (σεδοτική | Dativ dat)αποδίδω καταλογίζωαποδίδω καταλογίζω
- erweisenαποδίδω τιμήαποδίδω τιμή
- zurückführenαποδίδω ανάγωαποδίδω ανάγω
- erklärenαποδίδω εξηγώαποδίδω εξηγώ
- einbringen, abwerfenαποδίδω κέρδοςαποδίδω κέρδος
- leistenαποδίδω μηχανή, εργάτηςαποδίδω μηχανή, εργάτης