„αποβιβάζω“: μεταβατικό ρήμα αποβιβάζω [apoviˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) landen landen αποβιβάζω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ αποβιβάζω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ