„απερίσπαστος“ απερίσπαστος [apeˈrispastos], απερίσπαστη, απερίσπαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zielbewusst zielbewusst απερίσπαστος απερίσπαστος