„απειροελάχιστος“: επίρρημα απειροελάχιστος [apiroeˈlaçistos]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verschwindend klein verschwindend klein απειροελάχιστος απειροελάχιστος