απαλλάσσω
[apaˈlaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- απαλλάσσω
- entlasten, freisprechenαπαλλάσσω νομικός όρος | Rechtswesenνομαπαλλάσσω νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- ausmusternαπαλλάσσω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταπαλλάσσω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ