απαγορευμένος
[apaɣorevˈmenos], απαγορευμένη, απαγορευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unerlaubtαπαγορευμένοςαπαγορευμένος
Beispiele
- απαγορευμένη περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich fSperrbezirkαρσενικό | Maskulinum, männlich mSperrzoneθηλυκό | Femininum, weiblich f