αντικομμουνιστικός
[andikomunistiˈkos], αντικομμουνιστική, αντικομμουνιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- antikommunistischαντικομμουνιστικόςαντικομμουνιστικός