„αντεκδίκηση“: θηλυκό αντεκδίκηση [andekˈðikjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Revanche Revancheθηλυκό | Femininum, weiblich f αντεκδίκηση αντεκδίκηση