ανταγωνίζομαι
[andaɣoˈnizome]αποθετικό ρήμα | Deponens depÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- wetteifernανταγωνίζομαιανταγωνίζομαι
- konkurrieren (αιτιατική | Akkusativakk mit)ανταγωνίζομαι εμπόριο | Handelεμπανταγωνίζομαι εμπόριο | Handelεμπ