αντίγραφο
[anˈdiɣrafo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- αντίγραφο
- Ebenbildουδέτερο | Neutrum, sächlich nαντίγραφο μιας μητέρας, κτλαντίγραφο μιας μητέρας, κτλ
Beispiele
- αντίγραφο αρχείουArchivexemplarουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αντίγραφο ασφαλείας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υBack-upουδέτερο και αρσενικό | Neutrum und Maskulinum n/mSicherungskopieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αντίγραφο επιθεώρησηςPrüfexemplarουδέτερο | Neutrum, sächlich n