αντέγκληση
[anˈdeŋglisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gegenklageθηλυκό | Femininum, weiblich fαντέγκληση νομικός όρος | Rechtswesenνομαντέγκληση νομικός όρος | Rechtswesenνομ