ανολοκλήρωτος
[anoloˈklirotos], ανολοκλήρωτη, ανολοκλήρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- abgebrochenανολοκλήρωτος σπουδέςανολοκλήρωτος σπουδές
Vielen Dank für Ihr Feedback!