ανοίγομαι
[aˈniɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich öffnenανοίγομαι εκδηλώνομαιανοίγομαι εκδηλώνομαι
- hinausschwimmenανοίγομαι κολυμπάωανοίγομαι κολυμπάω