„ανιδιοτελής“ ανιδιοτελής [aniðioteˈlis], ανιδιοτελής, ανιδιοτελέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) uneigennützig uneigennützig ανιδιοτελής ανιδιοτελής