„ανδρείος“ ανδρείος [anˈðrios], ανδρεία, ανδρείοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) tapfer tapfer ανδρείος ανδρείος