αναχωρώ
[anaxoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- abreisen (για nach από von)αναχωρώ για ταξίδιαναχωρώ για ταξίδι
- abfahrenαναχωρώ με όχημα ή πλοίοαναχωρώ με όχημα ή πλοίο
- abfliegenαναχωρώ με αεροπλάνοαναχωρώ με αεροπλάνο
- ablegenαναχωρώ πλοίοαναχωρώ πλοίο
- abmarschierenαναχωρώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταναχωρώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ