„ανατύπωση“: θηλυκό ανατύπωση [anaˈtiposi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Nachdruck Nachdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανατύπωση τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ ανατύπωση τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ