„αναπότρεπτος“ αναπότρεπτος [anaˈpotreptos], αναπότρεπτη, αναπότρεπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) unabwendbar unabwendbar αναπότρεπτος αναπότρεπτος