αναπαριστάνω
[anaparisˈtano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- nachbildenαναπαριστάνωαναπαριστάνω
- rekonstruierenαναπαριστάνω έγκλημααναπαριστάνω έγκλημα