αναντικατάστατος
[anandikaˈtastatos], αναντικατάστατη, αναντικατάστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unersetzlichαναντικατάστατοςαναντικατάστατος
Vielen Dank für Ihr Feedback!