„ανακόπτω“: μεταβατικό ρήμα ανακόπτω [anaˈkopto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bremsen bremsen ανακόπτω εξέλιξη ανακόπτω εξέλιξη