„ανακουφίζομαι“: αποθετικό ρήμα ανακουφίζομαι [anakuˈfizome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) aufatmen aufatmen ανακουφίζομαι ανακουφίζομαι