ανακατεμένος
[anakateˈmenos], ανακατεμένη, ανακατεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- durcheinanderανακατεμένοςανακατεμένος
- wirrανακατεμένος συγχυσμένοςανακατεμένος συγχυσμένος
- zerzaustανακατεμένος μαλλιάανακατεμένος μαλλιά