ανακαίνιση
[anaˈkjenisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Erneuerungθηλυκό | Femininum, weiblich fανακαίνιση γενανακαίνιση γεν
- Renovierungθηλυκό | Femininum, weiblich fανακαίνιση κτηρίουSanierungθηλυκό | Femininum, weiblich fανακαίνιση κτηρίουανακαίνιση κτηρίου