αναθεωρώ
[anaθeoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- überprüfenαναθεωρώ άποψηαναθεωρώ άποψη
- revidierenαναθεωρώ νομικός όρος | Rechtswesenνομαναθεωρώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ