αναδιπλούμενος
[anaðiˈplumenos], αναδιπλούμενη, αναδιπλούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ausklappbarαναδιπλούμενος τραπέζιαναδιπλούμενος τραπέζι
- umklappbarαναδιπλούμενος θέσηαναδιπλούμενος θέση
Beispiele
- αναδιπλούμενο ποδήλατοουδέτερο | Neutrum, sächlich nKlappfahrradουδέτερο | Neutrum, sächlich n