„αναβολικό“: ουδέτερο αναβολικό [anavoliˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Anabolikum Anabolikumουδέτερο | Neutrum, sächlich n αναβολικό αναβολικό