αναίρεση
[aˈneresi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Widerlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναίρεση επιχειρήματοςαναίρεση επιχειρήματος
- Berufungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναίρεση νομικός όρος | Rechtswesenνομαναίρεση νομικός όρος | Rechtswesenνομ