„ανέμελος“ ανέμελος [aˈnemelos], ανέμελη, ανέμελοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sorglos sorglos ανέμελος ανέμελος