ανάμειξη
[aˈnamiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Einmischenουδέτερο | Neutrum, sächlich nανάμειξη ανακάτωμαVermengungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάμειξη ανακάτωμαανάμειξη ανακάτωμα
- Einmischungθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ανάμειξη μπλέξιμο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανάμειξη μπλέξιμο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ