αμετάτρεπτος
[ameˈtatreptos], αμετάτρεπτη, αμετάτρεπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unumstößlichαμετάτρεπτοςαμετάτρεπτος
Vielen Dank für Ihr Feedback!