„αμείλικτος“ αμείλικτος [aˈmiliktos], αμείλικτη, αμείλικτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) unerbittlich unerbittlich αμείλικτος αμείλικτος