„αλληλογραφώ“: αμετάβατο ρήμα αλληλογραφώ [aliloɣraˈfo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) korrespondieren korrespondieren αλληλογραφώ αλληλογραφώ