αλείφω
[aˈlifo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bestreichen (με mit)αλείφω ψωμί, γλυκόαλείφω ψωμί, γλυκό
- einschmierenαλείφω μηχανήαλείφω μηχανή
- einreibenαλείφω με κρέμααλείφω με κρέμα
- beschmierenαλείφω λερώνωαλείφω λερώνω