αλάνθαστος
[aˈlanθastos], αλάνθαστη, αλάνθαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- fehlerfrei, fehlerlosαλάνθαστος χωρίς λάθηαλάνθαστος χωρίς λάθη
- unfehlbar, narrensicherαλάνθαστος που δεν κάνει ποτέ λάθηαλάνθαστος που δεν κάνει ποτέ λάθη