ακολουθώ
[akoluˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς/-άς; -ησα; -ήθηκα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ακολουθώ
- befolgenακολουθώ εντολή, διαταγή, υπόδειξη, συμβουλή, νόμοακολουθώ εντολή, διαταγή, υπόδειξη, συμβουλή, νόμο
- einschlagenακολουθώ δρόμοακολουθώ δρόμο
- weiterverfolgenακολουθώ ιδέαακολουθώ ιδέα