ακλόνητος
[aˈklonitos], ακλόνητη, ακλόνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unerschütterlich, standhaft, felsenfestακλόνητοςακλόνητος
- ungebrochenακλόνητος θέλησηακλόνητος θέληση