ακατανίκητος
[akataˈnikjitos], ακατανίκητη, ακατανίκητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unbesiegbarακατανίκητος που δε μπορεί να νικηθείακατανίκητος που δε μπορεί να νικηθεί
- unwiderstehlichακατανίκητος επιθυμία, ομορφιάακατανίκητος επιθυμία, ομορφιά