ακέραιος
[aˈkjereos], ακέραια, ακέραιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vollständigακέραιος πλήρηςακέραιος πλήρης
- heil, unversehrtακέραιος αβλαβήςακέραιος αβλαβής
- ganzακέραιος αριθμόςακέραιος αριθμός
- ακέραιος χαρακτήρας
Beispiele
- μια ακέραια προσωπικότηταeine integre Persönlichkeit