αιτιολόγηση
[etioˈlojisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Rechtfertigungsgrundαρσενικό | Maskulinum, männlich mαιτιολόγηση νομικός όρος | Rechtswesenνομαιτιολόγηση νομικός όρος | Rechtswesenνομ