αδιάφορος
[aˈðjaforos], αδιάφορη, αδιάφοροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- gleichgültigαδιάφοροςαδιάφορος
- uninteressiert, desinteressiertαδιάφορος που δεν ενδιαφέρεταιαδιάφορος που δεν ενδιαφέρεται