„αγριότητα“: θηλυκό αγριότητα [aɣriˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Wildheit, Rauheit, Gräueltat Wildheitθηλυκό | Femininum, weiblich f αγριότητα αγριότητα Rauheitθηλυκό | Femininum, weiblich f αγριότητα τραχύτητα αγριότητα τραχύτητα Gräueltatθηλυκό | Femininum, weiblich f αγριότητα αποτρόπαια πράξη αγριότητα αποτρόπαια πράξη