αγνός
[aˈɣnos], αγνή, αγνόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- keuschαγνός παρθένοςαγνός παρθένος
- reinαγνός καθαρόςαγνός καθαρός
- unschuldigαγνός αθώος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαγνός αθώος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Beispiele
- αγνό παρθένο μαλλίουδέτερο | Neutrum, sächlich nreine Schurwolleθηλυκό | Femininum, weiblich f