αβαρυγκόμιστος
[avariŋˈgomistos], αβαρυγκόμιστη, αβαρυγκόμιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unverdrossenαβαρυγκόμιστοςαβαρυγκόμιστος
Vielen Dank für Ihr Feedback!