αβίαστος
[aˈviastos], αβίαστη, αβίαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ungezwungen, zwanglosαβίαστοςαβίαστος
- ungekünsteltαβίαστος φυσικόςαβίαστος φυσικός
- spontanαβίαστος αυθόρμητοςαβίαστος αυθόρμητος