„αίρεση“: θηλυκό αίρεση [ˈeresi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Sekte, Ketzerei Sekteθηλυκό | Femininum, weiblich f αίρεση ομάδα αίρεση ομάδα Ketzereiθηλυκό | Femininum, weiblich f αίρεση δοξασία αίρεση δοξασία