„αέριο“: ουδέτερο αέριο [aˈerio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Gas Gasουδέτερο | Neutrum, sächlich n αέριο αέριο Beispiele αέρια Blähungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl αέρια φυσικό αέριο Erdgasουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσικό αέριο αέριο αναπτήρα Feuerzeuggasουδέτερο | Neutrum, sächlich n αέριο αναπτήρα