έμπορος
[ˈemboros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Händlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fέμποροςέμπορος
- Kaufmannαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -frauθηλυκό | Femininum, weiblich fέμπορος επάγγελμαέμπορος επάγγελμα
Beispiele
- έμποροιKaufleuteπληθυντικός | Plural pl
- έμπορος ανδρικών ενδυμάτωνHerrenausstatterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έμπορος αντικώνAntiquitätenhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen